ουρητηρίτιδα

ουρητηρίτιδα
η
ιατρ. φλεγμονή ουρητήρα ως συνέπεια τραυματισμού ή μολύνσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουρητηροπυελίτιδα — η ιατρ. ουρητηρίτιδα με συνύπαρξη πυελίτιδας …   Dictionary of Greek

  • ουρητήρες — (Ανατ.). Δύο αποχετευτικά όργανα των ούρων. Ο ο. είναι ινομυώδης σωλήνας, που ξεκινά από τη νεφρική πύελο και εκβάλλει στην ουροδόχο κύστη. Έχει μήκος 26 30 εκ. Οι δύο άκρες (πέρατα) των ο. απέχουν μεταξύ τους 7 8 εκ. Στις εκβολές των ο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”